- φιλογηθης
- φιλογηθήςφιλο-γηθήςдор. φιλογᾱθής 2любящий веселье, жизнерадостный Aesch.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φιλογηθής — ές, Α (σπάν. τ.) βλ. φιλογαθής … Dictionary of Greek
φιλογαθής — και σπάν. τ. φιλογηθής, ές, Α αυτός που τού αρέσει η ευθυμία, η φαιδρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + γαθής / γηθής (< γῆθος < γήθω «ευφραίνω»), πρβλ. πλουτο γαθής] … Dictionary of Greek
φιλογαθής — φιλογᾱθής , φιλογαθής masc/fem nom sg φιλογᾱθής , φιλογηθής loving mirth masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)